- συμπιλώ
- (I)συμπιλῶ, -έω, ΝΑ1. συμπιέζω, πιέζω δυνατά, συνθλίβω2. συνεκδ. καθιστώ κάτι συμπαγές, συμπυκνώνω («τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῑ συμπιληθὲν γίνεσθαι βαρύτερον», Αριστοτ.)νεοελλ.μτφ. συγκεντρώνω περικοπές από διάφορες πηγές και τίς συναρμόζω σε ενιαίο σύνολοαρχ.παθ. συμπιλοῡμαι, -έομαιπαθαίνω απόφραξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πιλῶ (Ι) «συμπιέζω, συμπυκνώνω» (< πίλος)].————————(II)-όω, Ασυμπιλώ, συμπιέζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πιλῶ (ΙΙ) (< πίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.